βεγγαλικός

βεγγαλικός
η , ό[ν] бенгальский;

§ βεγγαλικά φωτά — бенгальские огни


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βεγγαλικός" в других словарях:

  • βεγγαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βεγγάλη της Ινδίας 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) βεγγαλικά, τα χημικά μίγματα που αναφλέγονται και παράγουν πολύχρωμες λαμπρές φλόγες, πυροτεχνήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βεγγάλη, η ονομασία της ινδικής πόλης. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • βεγγαλικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή προέρχεται από τη Βεγγάλη των Ινδιών. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βεγγαλικά τα χρωματιστά πυροτεχνήματα: Στις μεγάλες εθνικές επετείους συνήθως ρίχνουν βεγγαλικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»